Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μετοκωχή
μετολισθαίνω
μετονομάζω
μετονομασία
μετόνυχον
μετοξύ
μετόπη
μετόπιν
μετόπισθε
μετόνομθεν
μέτοποι
μετοπωρίζω
μετοπωρινός
μετόπωρον
μετορμίζω
μετόρχιον
μετουσία
μετουσιαστικός
μετούσιος
μετουσῶ
μετοχέτευσις
View word page
μέτοποι
μέτοποι· ἄνδρες, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μέτοποι
Headword (normalized):
μέτοποι
Headword (normalized/stripped):
μετοποι
IDX:
67203
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67204
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μέτοποι·</span> <span class="foreign greek">ἄνδρες</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}