Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μετοικοφύλαξ
μετοιστέον
μετοίχομαι
μετοιωνίζομαι
μετοκλάζω
μετοκωχή
μετολισθαίνω
μετονομάζω
μετονομασία
μετόνυχον
μετοξύ
μετόπη
μετόπιν
μετόπισθε
μετόνομθεν
μέτοποι
μετοπωρίζω
μετοπωρινός
μετόπωρον
μετορμίζω
μετόρχιον
View word page
μετοξύ
μετοξύ,
A). v. μεταξύ .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μετοξύ
Headword (normalized):
μετοξύ
Headword (normalized/stripped):
μετοξυ
IDX:
67198
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67199
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μετοξύ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">μεταξύ</span> .</div> </div><br><br>'}