Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μετοικιστέον
μετοικιστής
μετοικοδομέω
μετοικονομέω
μέτοικος
μετοικοφύλαξ
μετοιστέον
μετοίχομαι
μετοιωνίζομαι
μετοκλάζω
μετοκωχή
μετολισθαίνω
μετονομάζω
μετονομασία
μετόνυχον
μετοξύ
μετόπη
μετόπιν
μετόπισθε
μετόνομθεν
μέτοποι
View word page
μετοκωχή
μετοκωχή, ,
A). = μετοχή , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μετοκωχή
Headword (normalized):
μετοκωχή
Headword (normalized/stripped):
μετοκωχη
IDX:
67193
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67194
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μετοκωχή</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">μετοχή</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}