Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μετοίκιον
μετοίκιος
μετοίκισις
μετοικισμός
μετοικιστέον
μετοικιστής
μετοικοδομέω
μετοικονομέω
μέτοικος
μετοικοφύλαξ
μετοιστέον
μετοίχομαι
μετοιωνίζομαι
μετοκλάζω
μετοκωχή
μετολισθαίνω
μετονομάζω
μετονομασία
μετόνυχον
μετοξύ
μετόπη
View word page
μετοιστέον
μετοιστέον,
A). one must transfer, διαφορὰν ἐπὶ τὸ σῶμα Plu. 2.656d .


ShortDef

one must transfer

Debugging

Headword:
μετοιστέον
Headword (normalized):
μετοιστέον
Headword (normalized/stripped):
μετοιστεον
IDX:
67189
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67190
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μετοιστέον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one must transfer</span>, <span class="quote greek">διαφορὰν ἐπὶ τὸ σῶμα</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.656d </span> .</div> </div><br><br>'}