Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μετοικέτης
μετοικέω
μετοίκησις
μετοικία
μετοικίζω
μετοικικός
μετοίκιον
μετοίκιος
μετοίκισις
μετοικισμός
μετοικιστέον
μετοικιστής
μετοικοδομέω
μετοικονομέω
μέτοικος
μετοικοφύλαξ
μετοιστέον
μετοίχομαι
μετοιωνίζομαι
μετοκλάζω
μετοκωχή
View word page
μετοικιστέον
μετοικ-ιστέον,
A). one must transfer, Id. 2.746c .


ShortDef

one must transfer

Debugging

Headword:
μετοικιστέον
Headword (normalized):
μετοικιστέον
Headword (normalized/stripped):
μετοικιστεον
IDX:
67183
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67184
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μετοικ-ιστέον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one must transfer</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Id.</span> 2.746c </span>.</div> </div><br><br>'}