Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μέτην
μετηνέμιος
μετήορος
μετήσεσθαι
μετίσχω
μετιτέον
μετιτῆλαι
μετοιακίζομαι
μετοικεσία
μετοικέσιον
μετοικέτης
μετοικέω
μετοίκησις
μετοικία
μετοικίζω
μετοικικός
μετοίκιον
μετοίκιος
μετοίκισις
μετοικισμός
μετοικιστέον
View word page
μετοικέτης
μετοικ-έτης, ου, ,
A). one who dwells in the middle, Id.


ShortDef

one who dwells in the middle

Debugging

Headword:
μετοικέτης
Headword (normalized):
μετοικέτης
Headword (normalized/stripped):
μετοικετης
IDX:
67173
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67174
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μετοικ-έτης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one who dwells in the middle</span>, Id.</div> </div><br><br>'}