Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μέτηλυς
μέτην
μετηνέμιος
μετήορος
μετήσεσθαι
μετίσχω
μετιτέον
μετιτῆλαι
μετοιακίζομαι
μετοικεσία
μετοικέσιον
μετοικέτης
μετοικέω
μετοίκησις
μετοικία
μετοικίζω
μετοικικός
μετοίκιον
μετοίκιος
μετοίκισις
μετοικισμός
View word page
μετοικέσιον
μετοικ-έσιον, τό, = foreg., Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μετοικέσιον
Headword (normalized):
μετοικέσιον
Headword (normalized/stripped):
μετοικεσιον
IDX:
67172
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67173
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μετοικ-έσιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, = foreg., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}