Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μετεωροφέναξ
μετεωροφρονέω
μετῆλαι
μέτηλυς
μέτην
μετηνέμιος
μετήορος
μετήσεσθαι
μετίσχω
μετιτέον
μετιτῆλαι
μετοιακίζομαι
μετοικεσία
μετοικέσιον
μετοικέτης
μετοικέω
μετοίκησις
μετοικία
μετοικίζω
μετοικικός
μετοίκιον
View word page
μετιτῆλαι
μετιτῆλαι,
A). v. μετῆλαι .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μετιτῆλαι
Headword (normalized):
μετιτῆλαι
Headword (normalized/stripped):
μετιτηλαι
IDX:
67169
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67170
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μετιτῆλαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">μετῆλαι</span> .</div> </div><br><br>'}