Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μετεωροσύνη
μετεωρότης
μετεωροφανής
μετεωροφέναξ
μετεωροφρονέω
μετῆλαι
μέτηλυς
μέτην
μετηνέμιος
μετήορος
μετήσεσθαι
μετίσχω
μετιτέον
μετιτῆλαι
μετοιακίζομαι
μετοικεσία
μετοικέσιον
μετοικέτης
μετοικέω
μετοίκησις
μετοικία
View word page
μετήσεσθαι
μετήσεσθαι, Ion. fut. inf. Med. of μεθίημι. μετίει,
A). v. μεθίημι .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μετήσεσθαι
Headword (normalized):
μετήσεσθαι
Headword (normalized/stripped):
μετησεσθαι
IDX:
67166
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67167
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μετήσεσθαι</span>, Ion. fut. inf. Med. of <span class="foreign greek">μεθίημι</span>. <span class="orth greek">μετίει</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">μεθίημι</span> .</div> </div><br><br>'}