Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μετεωροσκόπος
μετεωροσοφιστής
μετεωροσύνη
μετεωρότης
μετεωροφανής
μετεωροφέναξ
μετεωροφρονέω
μετῆλαι
μέτηλυς
μέτην
μετηνέμιος
μετήορος
μετήσεσθαι
μετίσχω
μετιτέον
μετιτῆλαι
μετοιακίζομαι
μετοικεσία
μετοικέσιον
μετοικέτης
μετοικέω
View word page
μετηνέμιος
μετηνέμιος, ον,(ἄνεμος)
A). swift as wind, πῶλος APl. 4.62 .


ShortDef

swift as wind

Debugging

Headword:
μετηνέμιος
Headword (normalized):
μετηνέμιος
Headword (normalized/stripped):
μετηνεμιος
IDX:
67164
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67165
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μετηνέμιος</span>, <span class="itype greek">ον</span>,(<span class="etym greek">ἄνεμος</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">swift as wind</span>, <span class="quote greek">πῶλος</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">APl.</span> 4.62 </span> .</div> </div><br><br>'}