Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μετεωροσκόπιον
μετεωροσκόπος
μετεωροσοφιστής
μετεωροσύνη
μετεωρότης
μετεωροφανής
μετεωροφέναξ
μετεωροφρονέω
μετῆλαι
μέτηλυς
μέτην
μετηνέμιος
μετήορος
μετήσεσθαι
μετίσχω
μετιτέον
μετιτῆλαι
μετοιακίζομαι
μετοικεσία
μετοικέσιον
μετοικέτης
View word page
μέτην
μέτην· μέσην, μετουσίαν, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μέτην
Headword (normalized):
μέτην
Headword (normalized/stripped):
μετην
IDX:
67163
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67164
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μέτην·</span> <span class="foreign greek">μέσην, μετουσίαν</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}