Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μετεωροπορία
μετέωρος
μετεωροσκοπικός
μετεωροσκόπιον
μετεωροσκόπος
μετεωροσοφιστής
μετεωροσύνη
μετεωρότης
μετεωροφανής
μετεωροφέναξ
μετεωροφρονέω
μετῆλαι
μέτηλυς
μέτην
μετηνέμιος
μετήορος
μετήσεσθαι
μετίσχω
μετιτέον
μετιτῆλαι
μετοιακίζομαι
View word page
μετεωροφρονέω
μετεωρο-φρονέω,
A). think of high things, Sch. Ar. Eq. 821 .


ShortDef

think of high things

Debugging

Headword:
μετεωροφρονέω
Headword (normalized):
μετεωροφρονέω
Headword (normalized/stripped):
μετεωροφρονεω
IDX:
67160
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67161
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μετεωρο-φρονέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">think of high things</span>, Sch.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0019.tlg002.perseus-grc1:821" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0019.tlg002.perseus-grc1:821/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ar.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Eq.</span> 821 </a>.</div> </div><br><br>'}