Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μετεωροπορέω
μετεωροπορία
μετέωρος
μετεωροσκοπικός
μετεωροσκόπιον
μετεωροσκόπος
μετεωροσοφιστής
μετεωροσύνη
μετεωρότης
μετεωροφανής
μετεωροφέναξ
μετεωροφρονέω
μετῆλαι
μέτηλυς
μέτην
μετηνέμιος
μετήορος
μετήσεσθαι
μετίσχω
μετιτέον
μετιτῆλαι
View word page
μετεωροφέναξ
μετεωρο-φέναξ, ᾱκος, ,
A). astronomical quack, Ar. Nu. 333 .


ShortDef

an astrological quack

Debugging

Headword:
μετεωροφέναξ
Headword (normalized):
μετεωροφέναξ
Headword (normalized/stripped):
μετεωροφεναξ
IDX:
67159
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67160
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μετεωρο-φέναξ</span>, <span class="itype greek">ᾱκος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">astronomical quack</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0019.tlg003.perseus-grc1:333" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0019.tlg003.perseus-grc1:333/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ar.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Nu.</span> 333 </a>.</div> </div><br><br>'}