Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μετεωροπόλος
μετεωροπορέω
μετεωροπορία
μετέωρος
μετεωροσκοπικός
μετεωροσκόπιον
μετεωροσκόπος
μετεωροσοφιστής
μετεωροσύνη
μετεωρότης
μετεωροφανής
μετεωροφέναξ
μετεωροφρονέω
μετῆλαι
μέτηλυς
μέτην
μετηνέμιος
μετήορος
μετήσεσθαι
μετίσχω
μετιτέον
View word page
μετεωροφανής
μετεωρο-φᾰνής, ές,
A). appearing in the air, Ph.Byz. Mir. 6 .


ShortDef

appearing in the air

Debugging

Headword:
μετεωροφανής
Headword (normalized):
μετεωροφανής
Headword (normalized/stripped):
μετεωροφανης
IDX:
67158
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67159
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μετεωρο-φᾰνής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">appearing in the air</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2595.tlg001:6" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2595.tlg001:6/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ph.Byz.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Mir.</span> 6 </a>.</div> </div><br><br>'}