Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μετεωροπολέω
μετεωροπόλος
μετεωροπορέω
μετεωροπορία
μετέωρος
μετεωροσκοπικός
μετεωροσκόπιον
μετεωροσκόπος
μετεωροσοφιστής
μετεωροσύνη
μετεωρότης
μετεωροφανής
μετεωροφέναξ
μετεωροφρονέω
μετῆλαι
μέτηλυς
μέτην
μετηνέμιος
μετήορος
μετήσεσθαι
μετίσχω
View word page
μετεωρότης
μετεωρότης, ητος, ,
A). sublimity, Corn. ND 20 .


ShortDef

sublimity

Debugging

Headword:
μετεωρότης
Headword (normalized):
μετεωρότης
Headword (normalized/stripped):
μετεωροτης
IDX:
67157
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67158
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μετεωρότης</span>, <span class="itype greek">ητος</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">sublimity</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0654.tlg002:20" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0654.tlg002:20/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Corn.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">ND</span> 20 </a>.</div> </div><br><br>'}