Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μετεωροποιέω
μετεωροπολέω
μετεωροπόλος
μετεωροπορέω
μετεωροπορία
μετέωρος
μετεωροσκοπικός
μετεωροσκόπιον
μετεωροσκόπος
μετεωροσοφιστής
μετεωροσύνη
μετεωρότης
μετεωροφανής
μετεωροφέναξ
μετεωροφρονέω
μετῆλαι
μέτηλυς
μέτην
μετηνέμιος
μετήορος
μετήσεσθαι
View word page
μετεωροσύνη
μετεωροσύνη, , poet. for μετεωρία, Man. 4.436 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μετεωροσύνη
Headword (normalized):
μετεωροσύνη
Headword (normalized/stripped):
μετεωροσυνη
IDX:
67156
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67157
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μετεωροσύνη</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, poet. for <span class="foreign greek">μετεωρία</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2583.tlg001:4:436" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2583.tlg001:4.436/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Man.</span> 4.436 </a>.</div><br><br>'}