Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μετεωρολόγος
μετεωροποιέω
μετεωροπολέω
μετεωροπόλος
μετεωροπορέω
μετεωροπορία
μετέωρος
μετεωροσκοπικός
μετεωροσκόπιον
μετεωροσκόπος
μετεωροσοφιστής
μετεωροσύνη
μετεωρότης
μετεωροφανής
μετεωροφέναξ
μετεωροφρονέω
μετῆλαι
μέτηλυς
μέτην
μετηνέμιος
μετήορος
View word page
μετεωροσοφιστής
μετεωρο-σοφιστής, οῦ, ,
A). astronomical sophist, Ar. Nu. 360 .


ShortDef

an astrological sophist

Debugging

Headword:
μετεωροσοφιστής
Headword (normalized):
μετεωροσοφιστής
Headword (normalized/stripped):
μετεωροσοφιστης
IDX:
67155
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67156
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μετεωρο-σοφιστής</span>, <span class="itype greek">οῦ</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">astronomical sophist</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0019.tlg003.perseus-grc1:360" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0019.tlg003.perseus-grc1:360/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ar.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Nu.</span> 360 </a>.</div> </div><br><br>'}