Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μετεωρολεσχέω
μετεωρολέσχης
μετεωρολογέω
μετεωρολογία
μετεωρολογικός
μετεωρολόγος
μετεωροποιέω
μετεωροπολέω
μετεωροπόλος
μετεωροπορέω
μετεωροπορία
μετέωρος
μετεωροσκοπικός
μετεωροσκόπιον
μετεωροσκόπος
μετεωροσοφιστής
μετεωροσύνη
μετεωρότης
μετεωροφανής
μετεωροφέναξ
μετεωροφρονέω
View word page
μετεωροπορία
μετεωρο-πορία, ,
A). travelling through air, Eust. 636.38 .


ShortDef

travelling through air

Debugging

Headword:
μετεωροπορία
Headword (normalized):
μετεωροπορία
Headword (normalized/stripped):
μετεωροπορια
IDX:
67150
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67151
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μετεωρο-πορία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">travelling through air</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:636:38" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:636.38/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Eust.</span> 636.38 </a>.</div> </div><br><br>'}