Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μετεωροκοπέω
μετεωροκόπος
μετεωρολεσχέω
μετεωρολέσχης
μετεωρολογέω
μετεωρολογία
μετεωρολογικός
μετεωρολόγος
μετεωροποιέω
μετεωροπολέω
μετεωροπόλος
μετεωροπορέω
μετεωροπορία
μετέωρος
μετεωροσκοπικός
μετεωροσκόπιον
μετεωροσκόπος
μετεωροσοφιστής
μετεωροσύνη
μετεωρότης
μετεωροφανής
View word page
μετεωροπόλος
μετεωρο-πόλος, ον,
A). busying oneself with high things, Ph. 1.588 .


ShortDef

busying oneself with high things

Debugging

Headword:
μετεωροπόλος
Headword (normalized):
μετεωροπόλος
Headword (normalized/stripped):
μετεωροπολος
IDX:
67148
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67149
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μετεωρο-πόλος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">busying oneself with high things</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:1:588" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:1.588/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ph.</span> 1.588 </a>.</div> </div><br><br>'}