Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μετεωριστικός
μετεωροθήρας
μετεωροκοπέω
μετεωροκόπος
μετεωρολεσχέω
μετεωρολέσχης
μετεωρολογέω
μετεωρολογία
μετεωρολογικός
μετεωρολόγος
μετεωροποιέω
μετεωροπολέω
μετεωροπόλος
μετεωροπορέω
μετεωροπορία
μετέωρος
μετεωροσκοπικός
μετεωροσκόπιον
μετεωροσκόπος
μετεωροσοφιστής
μετεωροσύνη
View word page
μετεωροποιέω
μετεωρο-ποιέω,
A). lift up, raise, f.l. in Id. Art. 69 .


ShortDef

lift up, raise

Debugging

Headword:
μετεωροποιέω
Headword (normalized):
μετεωροποιέω
Headword (normalized/stripped):
μετεωροποιεω
IDX:
67146
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67147
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μετεωρο-ποιέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">lift up, raise</span>, f.l. in <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0627.tlg010.perseus-grc1:69" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0627.tlg010.perseus-grc1:69/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Id.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Art.</span> 69 </a>.</div> </div><br><br>'}