Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μετεωρίδιον
μετεωρίζω
μετεώρισις
μετεώρισμα
μετεωρισμός
μετεωριστής
μετεωριστικός
μετεωροθήρας
μετεωροκοπέω
μετεωροκόπος
μετεωρολεσχέω
μετεωρολέσχης
μετεωρολογέω
μετεωρολογία
μετεωρολογικός
μετεωρολόγος
μετεωροποιέω
μετεωροπολέω
μετεωροπόλος
μετεωροπορέω
μετεωροπορία
View word page
μετεωρολεσχέω
μετεωρο-λεσχέω, satirically for μετεωρολογέω, Ph. 1.581 , Plu. 2.400e :


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μετεωρολεσχέω
Headword (normalized):
μετεωρολεσχέω
Headword (normalized/stripped):
μετεωρολεσχεω
IDX:
67140
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67141
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μετεωρο-λεσχέω</span>, satirically for <span class="foreign greek">μετεωρολογέω</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:1:581" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:1.581/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ph.</span> 1.581 </a>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.400e </span>:</div><br><br>'}