Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μετεωρία
μετεωρίδιον
μετεωρίζω
μετεώρισις
μετεώρισμα
μετεωρισμός
μετεωριστής
μετεωριστικός
μετεωροθήρας
μετεωροκοπέω
μετεωροκόπος
μετεωρολεσχέω
μετεωρολέσχης
μετεωρολογέω
μετεωρολογία
μετεωρολογικός
μετεωρολόγος
μετεωροποιέω
μετεωροπολέω
μετεωροπόλος
μετεωροπορέω
View word page
μετεωροκόπος
μετεωρο-κόπος, ,
A). one who prates about high things, Cerc. 4.45 .


ShortDef

one who prates about high things

Debugging

Headword:
μετεωροκόπος
Headword (normalized):
μετεωροκόπος
Headword (normalized/stripped):
μετεωροκοπος
IDX:
67139
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67140
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μετεωρο-κόπος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one who prates about high things</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg1250.tlg001:4:45" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg1250.tlg001:4.45/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Cerc.</span> 4.45 </a>.</div> </div><br><br>'}