Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀνακής
ἀνακίδναμαι
ἀνακίδωτος
ἀνακινδυνεύω
ἀνακινέω
ἀνακίνημα
ἀνακίνησις
Ἀνάκιον
ἀνακίρναμαι
vανακισία
ἀνακκάζω
ἀνακλάζω
ἀνακλαίω
ἀνάκλασις
ἀνακλασμός
ἀνάκλαστος
ἀνακλαυθμός
ἀνάκλαυσις
ἀνακλάω
ἀνάκλεις
ἀνακλέπτω
View word page
ἀνακκάζω
ἀνακκάζω
, Locr. for
ἀναγκ-,
Jahresh.
14.168
(Tolophon, iii B. C.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀνακκάζω
Headword (normalized):
ἀνακκάζω
Headword (normalized/stripped):
ανακκαζω
IDX:
6713
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-6714
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνακκάζω</span>, Locr. for <span class="foreign greek">ἀναγκ-,</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Jahresh.</span> 14.168 </span> (Tolophon, iii B. C.).</div><br><br>'}