Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μετεωρέω
μετεωρία
μετεωρίδιον
μετεωρίζω
μετεώρισις
μετεώρισμα
μετεωρισμός
μετεωριστής
μετεωριστικός
μετεωροθήρας
μετεωροκοπέω
μετεωροκόπος
μετεωρολεσχέω
μετεωρολέσχης
μετεωρολογέω
μετεωρολογία
μετεωρολογικός
μετεωρολόγος
μετεωροποιέω
μετεωροπολέω
μετεωροπόλος
View word page
μετεωροκοπέω
μετεωρο-κοπέω,
A). prate about high things, Ar. Pax 92 (anap.).


ShortDef

to prate about high things

Debugging

Headword:
μετεωροκοπέω
Headword (normalized):
μετεωροκοπέω
Headword (normalized/stripped):
μετεωροκοπεω
IDX:
67138
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67139
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μετεωρο-κοπέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">prate about high things</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0019.tlg005.perseus-grc1:92" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0019.tlg005.perseus-grc1:92/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ar.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Pax</span> 92 </a> (anap.).</div> </div><br><br>'}