Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μετεχομένως
μετέχω
μετεωρέω
μετεωρία
μετεωρίδιον
μετεωρίζω
μετεώρισις
μετεώρισμα
μετεωρισμός
μετεωριστής
μετεωριστικός
μετεωροθήρας
μετεωροκοπέω
μετεωροκόπος
μετεωρολεσχέω
μετεωρολέσχης
μετεωρολογέω
μετεωρολογία
μετεωρολογικός
μετεωρολόγος
μετεωροποιέω
View word page
μετεωριστικός
μετεωρ-ιστικός, , όν,
A). disturbing to the mind, Vett.Val. in Cat.Cod.Astr. 8(1).168 .


ShortDef

disturbing

Debugging

Headword:
μετεωριστικός
Headword (normalized):
μετεωριστικός
Headword (normalized/stripped):
μετεωριστικος
IDX:
67136
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67137
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μετεωρ-ιστικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">disturbing</span> to the mind, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Vett.Val.</span> </span> in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Cat.Cod.Astr.</span> 8(1).168 </span>.</div> </div><br><br>'}