Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μετεύχομαι
μετεχομένως
μετέχω
μετεωρέω
μετεωρία
μετεωρίδιον
μετεωρίζω
μετεώρισις
μετεώρισμα
μετεωρισμός
μετεωριστής
μετεωριστικός
μετεωροθήρας
μετεωροκοπέω
μετεωροκόπος
μετεωρολεσχέω
μετεωρολέσχης
μετεωρολογέω
μετεωρολογία
μετεωρολογικός
μετεωρολόγος
View word page
μετεωριστής
μετεωρ-ιστής, οῦ, ,
A). prancer, of a horse, Hsch. (explaining the Aeol. form πεδαοριστής).


ShortDef

prancer

Debugging

Headword:
μετεωριστής
Headword (normalized):
μετεωριστής
Headword (normalized/stripped):
μετεωριστης
IDX:
67135
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67136
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μετεωρ-ιστής</span>, <span class="itype greek">οῦ</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">prancer</span>, of a horse, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (explaining the Aeol. form <span class="foreign greek">πεδαοριστής</span>).</div> </div><br><br>'}