Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μετεύαδεν
μετευθύνω
μετεύχομαι
μετεχομένως
μετέχω
μετεωρέω
μετεωρία
μετεωρίδιον
μετεωρίζω
μετεώρισις
μετεώρισμα
μετεωρισμός
μετεωριστής
μετεωριστικός
μετεωροθήρας
μετεωροκοπέω
μετεωροκόπος
μετεωρολεσχέω
μετεωρολέσχης
μετεωρολογέω
μετεωρολογία
View word page
μετεώρισμα
μετεώρ-ισμα, ατος, τό, = sq. 11.2 , Metrod. Herc. 831.5 (pl.).
II). gloss on φρύαγμα , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μετεώρισμα
Headword (normalized):
μετεώρισμα
Headword (normalized/stripped):
μετεωρισμα
IDX:
67133
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67134
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μετεώρ-ισμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, = sq.<span class="bibl"> 11.2 </span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Metrod.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Herc.</span> 831.5 </span> (pl.). <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-2"> <span><strong>II).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">φρύαγμα</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}