Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μετέρχομαι
μετέσσυτο
μετεσχηματισμένως
μετεύαδεν
μετευθύνω
μετεύχομαι
μετεχομένως
μετέχω
μετεωρέω
μετεωρία
μετεωρίδιον
μετεωρίζω
μετεώρισις
μετεώρισμα
μετεωρισμός
μετεωριστής
μετεωριστικός
μετεωροθήρας
μετεωροκοπέω
μετεωροκόπος
μετεωρολεσχέω
View word page
μετεωρίδιον
μετεωρ-ίδιον, τό,
A). provisional conveyance of property, PAmh. 2.136.12 (iii A.D.), POxy. 117.5 (ii/iii A.D.).


ShortDef

provisional conveyance

Debugging

Headword:
μετεωρίδιον
Headword (normalized):
μετεωρίδιον
Headword (normalized/stripped):
μετεωριδιον
IDX:
67130
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67131
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μετεωρ-ίδιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">provisional conveyance</span> of property, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PAmh.</span> 2.136.12 </span> (iii A.D.), <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">POxy.</span> 117.5 </span> (ii/iii A.D.).</div> </div><br><br>'}