Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μετεράω
μέτερρος
μετέρχομαι
μετέσσυτο
μετεσχηματισμένως
μετεύαδεν
μετευθύνω
μετεύχομαι
μετεχομένως
μετέχω
μετεωρέω
μετεωρία
μετεωρίδιον
μετεωρίζω
μετεώρισις
μετεώρισμα
μετεωρισμός
μετεωριστής
μετεωριστικός
μετεωροθήρας
μετεωροκοπέω
View word page
μετεωρέω
μετεωρ-έω,
A). = μετεωρίζομαι, ηὐξήθη καὶ μετεωρεῖν ἤρξατο Ph. 1.130 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μετεωρέω
Headword (normalized):
μετεωρέω
Headword (normalized/stripped):
μετεωρεω
IDX:
67128
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67129
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μετεωρ-έω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">μετεωρίζομαι, ηὐξήθη καὶ μετεωρεῖν ἤρξατο</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:1:130" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:1.130/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ph.</span> 1.130 </a>.</div> </div><br><br>'}