Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μετεπιγράφω
μετεπίδεσις
μετεπιδέω
μετέρασις
μετεράω
μέτερρος
μετέρχομαι
μετέσσυτο
μετεσχηματισμένως
μετεύαδεν
μετευθύνω
μετεύχομαι
μετεχομένως
μετέχω
μετεωρέω
μετεωρία
μετεωρίδιον
μετεωρίζω
μετεώρισις
μετεώρισμα
μετεωρισμός
View word page
μετευθύνω
μετευθύνω,
A). set in order, PLond. 5.1674.20 (vi A.D.).


ShortDef

set in order

Debugging

Headword:
μετευθύνω
Headword (normalized):
μετευθύνω
Headword (normalized/stripped):
μετευθυνω
IDX:
67124
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67125
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μετευθύνω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">set in order,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PLond.</span> 5.1674.20 </span> (vi A.D.).</div> </div><br><br>'}