Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μετέπειτα
μετεπιγραφή
μετεπιγράφω
μετεπίδεσις
μετεπιδέω
μετέρασις
μετεράω
μέτερρος
μετέρχομαι
μετέσσυτο
μετεσχηματισμένως
μετεύαδεν
μετευθύνω
μετεύχομαι
μετεχομένως
μετέχω
μετεωρέω
μετεωρία
μετεωρίδιον
μετεωρίζω
μετεώρισις
View word page
μετεσχηματισμένως
μετεσχηματισμένως, Adv.
A). by transformation, Porph. in Cat. 69.28 .


ShortDef

by transformation

Debugging

Headword:
μετεσχηματισμένως
Headword (normalized):
μετεσχηματισμένως
Headword (normalized/stripped):
μετεσχηματισμενως
IDX:
67122
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67123
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μετεσχηματισμένως</span>, Adv. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">by transformation</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2034.tlg007:69:28" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2034.tlg007:69.28/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Porph.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">in Cat.</span> 69.28 </a>.</div> </div><br><br>'}