Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μετεξέτεροι
μετέπειτα
μετεπιγραφή
μετεπιγράφω
μετεπίδεσις
μετεπιδέω
μετέρασις
μετεράω
μέτερρος
μετέρχομαι
μετέσσυτο
μετεσχηματισμένως
μετεύαδεν
μετευθύνω
μετεύχομαι
μετεχομένως
μετέχω
μετεωρέω
μετεωρία
μετεωρίδιον
μετεωρίζω
View word page
μετέσσυτο
μετέσσῠτο,
A). v. μετασεύομαι .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μετέσσυτο
Headword (normalized):
μετέσσυτο
Headword (normalized/stripped):
μετεσσυτο
IDX:
67121
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67122
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μετέσσῠτο</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">μετασεύομαι</span> .</div> </div><br><br>'}