Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μετεξάρτυσις
μετεξεράω
μετεξέτεροι
μετέπειτα
μετεπιγραφή
μετεπιγράφω
μετεπίδεσις
μετεπιδέω
μετέρασις
μετεράω
μέτερρος
μετέρχομαι
μετέσσυτο
μετεσχηματισμένως
μετεύαδεν
μετευθύνω
μετεύχομαι
μετεχομένως
μετέχω
μετεωρέω
μετεωρία
View word page
μέτερρος
μέτερρος, Aeol. for μέτριος, Lyr.Adesp. 66 , cf. EM 587.12 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μέτερρος
Headword (normalized):
μέτερρος
Headword (normalized/stripped):
μετερρος
IDX:
67119
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67120
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μέτερρος</span>, Aeol. for <span class="foreign greek">μέτριος</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Lyr.Adesp.</span> 66 </span>, cf. <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4099.tlg001:587:12" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4099.tlg001:587.12/canonical-url/"> <span class="title" style="font-style: italic;">EM</span> 587.12 </a>.</div><br><br>'}