Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μετεξαιρέομαι
μετεξανίσταμαι
μετεξαντλέω
μετεξάρτυσις
μετεξεράω
μετεξέτεροι
μετέπειτα
μετεπιγραφή
μετεπιγράφω
μετεπίδεσις
μετεπιδέω
μετέρασις
μετεράω
μέτερρος
μετέρχομαι
μετέσσυτο
μετεσχηματισμένως
μετεύαδεν
μετευθύνω
μετεύχομαι
μετεχομένως
View word page
μετεπιδέω
μετεπι-δέω,
A). readjust a bandage, ib. 26 , al.


ShortDef

readjust a bandage

Debugging

Headword:
μετεπιδέω
Headword (normalized):
μετεπιδέω
Headword (normalized/stripped):
μετεπιδεω
IDX:
67116
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67117
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μετεπι-δέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">readjust a bandage</span>, ib.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0627.tlg009.perseus-grc1:26" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0627.tlg009.perseus-grc1:26/canonical-url/"> 26 </a>, al.</div> </div><br><br>'}