Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μετενηνεγμένως
μετεννέπω
μετενσωματόομαι
μετενσωμάτωσις
μετένταλμα
μετεντίθημι
μετεξαιρέομαι
μετεξανίσταμαι
μετεξαντλέω
μετεξάρτυσις
μετεξεράω
μετεξέτεροι
μετέπειτα
μετεπιγραφή
μετεπιγράφω
μετεπίδεσις
μετεπιδέω
μετέρασις
μετεράω
μέτερρος
μετέρχομαι
View word page
μετεξεράω
μετεξ-εράω,
A). transfer from one vessel to another, τὰ σκόρδα ἐκ .. πλοίου εἰς τὴν θαλαμηγόν PSI 4.332.9 (iii B. C.).


ShortDef

transfer

Debugging

Headword:
μετεξεράω
Headword (normalized):
μετεξεράω
Headword (normalized/stripped):
μετεξεραω
IDX:
67110
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67111
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μετεξ-εράω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">transfer</span> from one vessel to another, <span class="quote greek">τὰ σκόρδα ἐκ .. πλοίου εἰς τὴν θαλαμηγόν</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PSI</span> 4.332.9 </span> (iii B. C.).</div> </div><br><br>'}