Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀγλαόφαντον
ἀγλαοφεγγής
ἀγλαόφημος
ἀγλαόφοιτος
ἀγλαόφορτος
ἀγλαόφωνος
ἀγλαοφῶτις
ἀγλαόχαρτος
ἀγλαρόν
ἄγλαυρος
ἀγλαφόρε
ἀγλαφύρως
ἀγλαώψ
ἀγλευκής
ἀγλευ<κι>τάς
ἀγλίδια
ἀγλίη
ἀγλιθάριον
ἄγλις
ἄγλισχρος
ἀγλίτης
View word page
ἀγλαφόρε
ἀγλαφόρε· ἄσιτε (Cret.), Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀγλαφόρε
Headword (normalized):
ἀγλαφόρε
Headword (normalized/stripped):
αγλαφορε
IDX:
670
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-671
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀγλαφόρε·</span> <span class="foreign greek">ἄσιτε</span> (Cret.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}