Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μετέκκλιτος
μετεκπνέω
μετεκφώνητος
μετελαύνω
μετελέγχω
μετέλευσις
μετελευστέον
μετεμβαίνω
μετέμβασις
μετεμβιβάζω
μετέμμεναι
μετεμπίπτω
μετέμφυτος
μετεμψυχόομαι
μετεμψύχωσις
μετενδύνω
μετενδύω
μετενεκτέον
μετενηνεγμένως
μετεννέπω
μετενσωματόομαι
View word page
μετέμμεναι
μετέμ-μεναι, Ep. inf. of μέτειμι (εἰμί
A). sum).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μετέμμεναι
Headword (normalized):
μετέμμεναι
Headword (normalized/stripped):
μετεμμεναι
IDX:
67092
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67093
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μετέμ-μεναι</span>, Ep. inf. of <span class="foreign greek">μέτειμι </span>(<span class="foreign greek">εἰμί</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">sum</span>).</div> </div><br><br>'}