Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μετεκβιβάζω
μετεκβολή
μετέκγονοι
μετεκδέχομαι
μετεκδίδωμι
μετέκδυμα
μετεκδύομαι
μετεκέχειρον
μετέκκλιτος
μετεκπνέω
μετεκφώνητος
μετελαύνω
μετελέγχω
μετέλευσις
μετελευστέον
μετεμβαίνω
μετέμβασις
μετεμβιβάζω
μετέμμεναι
μετεμπίπτω
μετέμφυτος
View word page
μετεκφώνητος
μετεκ-φώνητος, ον,
A). consonant, dub. in Phld. Po.Herc. 994.34 .


ShortDef

consonant

Debugging

Headword:
μετεκφώνητος
Headword (normalized):
μετεκφώνητος
Headword (normalized/stripped):
μετεκφωνητος
IDX:
67084
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67085
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μετεκ-φώνητος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">consonant</span>, dub. in <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phld.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Po.Herc.</span> 994.34 </span>.</div> </div><br><br>'}