Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μετεισάμενος
μετεισβαίνω
μετεισδύνω
μετεισέρχομαι
μετείω
μετεκβαίνω
μετέκβασις
μετεκβιβάζω
μετεκβολή
μετέκγονοι
μετεκδέχομαι
μετεκδίδωμι
μετέκδυμα
μετεκδύομαι
μετεκέχειρον
μετέκκλιτος
μετεκπνέω
μετεκφώνητος
μετελαύνω
μετελέγχω
μετέλευσις
View word page
μετεκδέχομαι
μετεκ-δέχομαι,
A). take up, D.P. 74 .


ShortDef

take up

Debugging

Headword:
μετεκδέχομαι
Headword (normalized):
μετεκδέχομαι
Headword (normalized/stripped):
μετεκδεχομαι
IDX:
67077
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67078
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μετεκ-δέχομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">take up</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0084.tlg001:74" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0084.tlg001:74/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.P.</span> 74 </a>.</div> </div><br><br>'}