Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μετεγχέω
μετείθη
μέτειμι1
μέτειμι2
μετεῖπον
μετείς
μετεισάμενος
μετεισβαίνω
μετεισδύνω
μετεισέρχομαι
μετείω
μετεκβαίνω
μετέκβασις
μετεκβιβάζω
μετεκβολή
μετέκγονοι
μετεκδέχομαι
μετεκδίδωμι
μετέκδυμα
μετεκδύομαι
μετεκέχειρον
View word page
μετείω
μετείω, Ep. subj. pres. of μέτειμι (εἰμί
A). sum).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μετείω
Headword (normalized):
μετείω
Headword (normalized/stripped):
μετειω
IDX:
67071
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67072
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μετείω</span>, Ep. subj. pres. of <span class="foreign greek">μέτειμι </span>(<span class="foreign greek">εἰμί</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">sum</span>).</div> </div><br><br>'}