Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μετεγγράφω
μετέγγυος
μετεγκεντρίζω
μετεγκλίνω
μετεγχέω
μετείθη
μέτειμι1
μέτειμι2
μετεῖπον
μετείς
μετεισάμενος
μετεισβαίνω
μετεισδύνω
μετεισέρχομαι
μετείω
μετεκβαίνω
μετέκβασις
μετεκβιβάζω
μετεκβολή
μετέκγονοι
μετεκδέχομαι
View word page
μετεισάμενος
μετεισάμενος, Ep. aor. 1 part. Med. of μέτειμι (εἶμι
A). ibo).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μετεισάμενος
Headword (normalized):
μετεισάμενος
Headword (normalized/stripped):
μετεισαμενος
IDX:
67067
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67068
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μετεισάμενος</span>, Ep. aor. 1 part. Med. of <span class="foreign greek">μέτειμι </span>(<span class="foreign greek">εἶμι</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">ibo</span>).</div> </div><br><br>'}