Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνακεφαλαιόομαι
ἀνακεφαλαίωσις
ἀνακεφαλαιωτικός
ἀνακηδής
ἀνακηκίω
ἀνακήρυκτος
ἀνακήρυξις
ἀνακηρύσσω
ἀνακής
ἀνακίδναμαι
ἀνακίδωτος
ἀνακινδυνεύω
ἀνακινέω
ἀνακίνημα
ἀνακίνησις
Ἀνάκιον
ἀνακίρναμαι
vανακισία
ἀνακκάζω
ἀνακλάζω
ἀνακλαίω
View word page
ἀνακίδωτος
ἀνακίδωτος, ον,(ἀκίς)
A). pointless, Hdn.Gr. 1.222 .


ShortDef

pointless

Debugging

Headword:
ἀνακίδωτος
Headword (normalized):
ἀνακίδωτος
Headword (normalized/stripped):
ανακιδωτος
IDX:
6705
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-6706
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνακίδωτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>,(<span class="etym greek">ἀκίς</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">pointless,</span> Hdn.Gr.<span class="bibl"> 1.222 </span>.</div> </div><br><br>'}