Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεταχειρόω
μεταχεύομαι
μεταχέω
μεταχθόνιος
μετάχοιρον
μεταχρηματίζω
μεταχρονέω
μεταχρόνιος
μετάχρονος
μετάχυσις
μεταχρώννυμι
μεταχωρέω
μεταχώρησις
μεταψαίρω
μεταψαλάσσω
μεταψηφίζω
μετάψυξις
μετεγγράφω
μετέγγυος
μετεγκεντρίζω
μετεγκλίνω
View word page
μεταχρώννυμι
μεταχρώννῡμι,
A). change the colour of a thing, Suid.


ShortDef

change the colour of

Debugging

Headword:
μεταχρώννυμι
Headword (normalized):
μεταχρώννυμι
Headword (normalized/stripped):
μεταχρωννυμι
IDX:
67050
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67051
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεταχρώννῡμι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">change the colour of</span> a thing, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div> </div><br><br>'}