Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεταχειριστικός
μεταχειρόω
μεταχεύομαι
μεταχέω
μεταχθόνιος
μετάχοιρον
μεταχρηματίζω
μεταχρονέω
μεταχρόνιος
μετάχρονος
μετάχυσις
μεταχρώννυμι
μεταχωρέω
μεταχώρησις
μεταψαίρω
μεταψαλάσσω
μεταψηφίζω
μετάψυξις
μετεγγράφω
μετέγγυος
μετεγκεντρίζω
View word page
μετάχυσις
μετάχῠσις, εως, ,
A). transfusion, Gal. 7.542 , al.


ShortDef

transfusion

Debugging

Headword:
μετάχυσις
Headword (normalized):
μετάχυσις
Headword (normalized/stripped):
μεταχυσις
IDX:
67049
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67050
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μετάχῠσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">transfusion</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 7.542 </span>, al.</div> </div><br><br>'}