Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνάκεστος
ἀνακεφαλαιόομαι
ἀνακεφαλαίωσις
ἀνακεφαλαιωτικός
ἀνακηδής
ἀνακηκίω
ἀνακήρυκτος
ἀνακήρυξις
ἀνακηρύσσω
ἀνακής
ἀνακίδναμαι
ἀνακίδωτος
ἀνακινδυνεύω
ἀνακινέω
ἀνακίνημα
ἀνακίνησις
Ἀνάκιον
ἀνακίρναμαι
vανακισία
ἀνακκάζω
ἀνακλάζω
View word page
ἀνακίδναμαι
ἀνακίδνᾰμαι,
A). spread upwards, Ἄραψ ἀτμὸς ἐς Ὄλυμπον ἀνακίδναται Pae.Delph. 11 .


ShortDef

spread upwards

Debugging

Headword:
ἀνακίδναμαι
Headword (normalized):
ἀνακίδναμαι
Headword (normalized/stripped):
ανακιδναμαι
IDX:
6704
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-6705
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνακίδνᾰμαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">spread upwards,</span> <span class="quote greek">Ἄραψ ἀτμὸς ἐς Ὄλυμπον ἀνακίδναται</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Pae.Delph.</span> 11 </span> .</div> </div><br><br>'}