Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεταχειριστέος
μεταχειριστικός
μεταχειρόω
μεταχεύομαι
μεταχέω
μεταχθόνιος
μετάχοιρον
μεταχρηματίζω
μεταχρονέω
μεταχρόνιος
μετάχρονος
μετάχυσις
μεταχρώννυμι
μεταχωρέω
μεταχώρησις
μεταψαίρω
μεταψαλάσσω
μεταψηφίζω
μετάψυξις
μετεγγράφω
μετέγγυος
View word page
μετάχρονος
μετά-χρονος, ον,
A). out of date, anachronistic, πράγματα μ. [ὀρχεῖσθαι] Luc. Salt. 80 .


ShortDef

after the time, done later

Debugging

Headword:
μετάχρονος
Headword (normalized):
μετάχρονος
Headword (normalized/stripped):
μεταχρονος
IDX:
67048
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67049
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μετά-χρονος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">out of date, anachronistic</span>, <span class="foreign greek">πράγματα μ. [ὀρχεῖσθαι</span>] <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0062.tlg045:80" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0062.tlg045:80/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Luc.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Salt.</span> 80 </a>.</div> </div><br><br>'}