Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεταχείρισις
μεταχειρισμός
μεταχειριστέος
μεταχειριστικός
μεταχειρόω
μεταχεύομαι
μεταχέω
μεταχθόνιος
μετάχοιρον
μεταχρηματίζω
μεταχρονέω
μεταχρόνιος
μετάχρονος
μετάχυσις
μεταχρώννυμι
μεταχωρέω
μεταχώρησις
μεταψαίρω
μεταψαλάσσω
μεταψηφίζω
μετάψυξις
View word page
μεταχρονέω
μετα-χρονέω,
A). succeed in time, opp. πρωτοχρονεω , συγχρονέω, Diog. Oen. 26 .


ShortDef

succeed in time

Debugging

Headword:
μεταχρονέω
Headword (normalized):
μεταχρονέω
Headword (normalized/stripped):
μεταχρονεω
IDX:
67046
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67047
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μετα-χρονέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">succeed in time</span>, opp. <span class="itype greek">πρωτοχρονεω</span> <span class="foreign greek">, συγχρονέω</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Diog.</span> </span> Oen.<span class="bibl"> 26 </span>.</div> </div><br><br>'}