Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεταχείρημα
μεταχειρίζω
μεταχείριος
μεταχείρισις
μεταχειρισμός
μεταχειριστέος
μεταχειριστικός
μεταχειρόω
μεταχεύομαι
μεταχέω
μεταχθόνιος
μετάχοιρον
μεταχρηματίζω
μεταχρονέω
μεταχρόνιος
μετάχρονος
μετάχυσις
μεταχρώννυμι
μεταχωρέω
μεταχώρησις
μεταψαίρω
View word page
μεταχθόνιος
μεταχθόνιος, α, ον,
A). to land, μιν πλημμυρὶς .. μεταχθονίην ἐκόμισσεν A.R. 4.1269 .


ShortDef

to land

Debugging

Headword:
μεταχθόνιος
Headword (normalized):
μεταχθόνιος
Headword (normalized/stripped):
μεταχθονιος
IDX:
67043
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67044
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεταχθόνιος</span>, <span class="itype greek">α</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to land</span>, <span class="quote greek">μιν πλημμυρὶς .. μεταχθονίην ἐκόμισσεν</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0001.tlg001.perseus-grc1:4:1269" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0001.tlg001.perseus-grc1:4.1269/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">A.R.</span> 4.1269 </a> .</div> </div><br><br>'}