Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεταχειμάζω
μεταχειρέομαι
μεταχείρημα
μεταχειρίζω
μεταχείριος
μεταχείρισις
μεταχειρισμός
μεταχειριστέος
μεταχειριστικός
μεταχειρόω
μεταχεύομαι
μεταχέω
μεταχθόνιος
μετάχοιρον
μεταχρηματίζω
μεταχρονέω
μεταχρόνιος
μετάχρονος
μετάχυσις
μεταχρώννυμι
μεταχωρέω
View word page
μεταχεύομαι
μετα-χεύομαι, Med.,
A). pour back into oneself, suck back, Opp. H. 1.572 .


ShortDef

pour back into oneself, suck back

Debugging

Headword:
μεταχεύομαι
Headword (normalized):
μεταχεύομαι
Headword (normalized/stripped):
μεταχευομαι
IDX:
67041
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67042
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μετα-χεύομαι</span>, Med., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">pour back into oneself, suck back</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0023.tlg001.perseus-grc1:1:572" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0023.tlg001.perseus-grc1:1.572/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Opp.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">H.</span> 1.572 </a>.</div> </div><br><br>'}