Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεταχάσκω
μεταχειμάζω
μεταχειρέομαι
μεταχείρημα
μεταχειρίζω
μεταχείριος
μεταχείρισις
μεταχειρισμός
μεταχειριστέος
μεταχειριστικός
μεταχειρόω
μεταχεύομαι
μεταχέω
μεταχθόνιος
μετάχοιρον
μεταχρηματίζω
μεταχρονέω
μεταχρόνιος
μετάχρονος
μετάχυσις
μεταχρώννυμι
View word page
μεταχειρόω
μεταχειρ-όω and Med. μεταχειρ-όομαι, =
A). aggredior, Gloss.


ShortDef

aggredior

Debugging

Headword:
μεταχειρόω
Headword (normalized):
μεταχειρόω
Headword (normalized/stripped):
μεταχειροω
IDX:
67040
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67041
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεταχειρ-όω</span> and Med. <span class="orth greek">μεταχειρ-όομαι</span>, = <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">aggredior,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}